- ιζηματίνες
- οιφυσιολ. αντισώματα τα οποία ενώνονται με μόρια αντιγόνου που βρίσκονται εν διαλύσει, αλλ. πρεσιπιτίνες.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. precipitines < ρ. se precipiter με τη σημ. «κατακάθομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.